- απορημένος
- şaşkın, şaşırmış
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
απορώ — απορώ, απόρησα, απορημένος βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: απορώ : η μτχ. απορημένος χρησιμοποιείται ως επίθετο (→ γεμάτος απορία, αμηχανία, έκπληξη) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τερατούμαι — όομαι, Α [τέρας, ατος] προσβλέπω κάποιον σαν να είναι κάτι το θαυμαστό, τόν κοιτάζω απορημένος, με ανοιχτό το στόμα («οἱ δέ μιν ἠΰτε γλαῡκα πέρι σπιζοῑ, τερατοῡντο», Τίμων) … Dictionary of Greek